γιαρδίαση

γιαρδίαση
Εντερική λοίμωξη από έναν τύπο μονοκύτταρου παρασίτου (γιαρδιάλάμβλια η εντερική), που συνήθως συνοδεύεται από γαστρεντερικές ενοχλήσεις και διάρροια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • λαμβλίαση — η ιατρ. κοσμοπολιτική παρασίτωση που οφείλεται στο μαστιγοφόρο πρωτόζωο λάμβλια, αλλ. γιαρδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lambliasis < νεολατ. lamblia (< όν., τού W. D. Lambl, Αυστριακού γιατρού) + κατάλ. iasis] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”